Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐξηπειρόω
ἐξηπεροπεύω
ἐξητέτριπται
ἐξηπιαλόομαι
ἐξηπλωμένως
ἐξήρατο
ἑξήρετμος
ἐξῃρημένως
ἑξήρης
ἑξηρικὸν
ἐξηρώησα
ἑξῆς
ἐξητασμένως
ἐξητριάζω
ἐξηττάομαι
ἐξηττημένη
ἐξηχευη
ἐξηχέω
ἐξήχησις
ἐξηχία
ἔξηχος
View word page
ἐξηρώησα
ἐξηρώησα, aor. 1 of ἐξερωέω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξηρώησα
Headword (normalized):
ἐξηρώησα
Headword (normalized/stripped):
εξηρωησα
IDX:
37340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37341
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξηρώησα</span>, aor. 1 of <span class="foreign greek">ἐξερωέω</span> (q.v.).</div><br><br>'}