Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐξημέρωσις
ἐξήμευσαι
ἐξήμησε
ἐξημμένως
ἐξημοιβός
ἐξηνθισμένως
ἐξήνιος
ἐξήπαφον
ἐξηπειρόω
ἐξηπεροπεύω
ἐξητέτριπται
ἐξηπιαλόομαι
ἐξηπλωμένως
ἐξήρατο
ἑξήρετμος
ἐξῃρημένως
ἑξήρης
ἑξηρικὸν
ἐξηρώησα
ἑξῆς
ἐξητασμένως
View word page
ἐξητέτριπται
ἐξητέτριπται· δεδαπάνηται ( Lacon.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξητέτριπται
Headword (normalized):
ἐξητέτριπται
Headword (normalized/stripped):
εξητετριπται
IDX:
37332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37333
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξητέτριπται·</span> <span class="foreign greek">δεδαπάνηται</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}