Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑξηκονταταλαντία
ἑξηκοντόργυιος
ἑξηκοντούτης
ἑξηκοσταῖος
ἑξηκοστός
ἑξηκοστοτέταρτος
ἐξήκω
ἐξήλασα
ἐξήλατος
ἐξηλέκατα
ἐξῆλθον
ἐξηλιάζω
ἐξηλίμβωρ
ἐξηλιόομαι
ἐξηλίφαμεν
ἐξηλλαγμένως
ἐξηλόω
ἐξήλυσις
ἑξῆμαρ
ἐξήμαρε
ἐξημαρτημένως
View word page
ἐξῆλθον
ἐξῆλθον, v. sub ἐξέρχομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξῆλθον
Headword (normalized):
ἐξῆλθον
Headword (normalized/stripped):
εξηλθον
IDX:
37309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37310
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξῆλθον</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἐξέρχομαι.</span> </div><br><br>'}