Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκτένιστος
ἄκτενος
ἀκτέον
ἀκτέος
ἀκτερέϊστος
ἀκτερής
ἀκτέριστος
ἀκτεροί
ἀκτή1
ἀκτή2
ἀκτῆ3
ἀκτημοσύνη
ἀκτήμων
ἀκτήν
ἀκτηρίς
ἄκτητος
ἀκτινείδωλον
ἀκτίνη
ἀκτινηδόν
ἀκτινοβολέω
ἀκτινοβολία
View word page
ἀκτῆ3
ἀκτῆ, contr. for ἀκτέα, q.v.


ShortDef

elder-tree

Debugging

Headword:
ἀκτῆ3
Headword (normalized):
ἀκτῆ
Headword (normalized/stripped):
ακτη3
IDX:
3729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3730
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκτῆ</span>, contr. for <span class="foreign greek">ἀκτέα</span>, q.v.</div><br><br>'}