Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐξηγητέον
ἐξηγητεύω
ἐξηγητής
ἐξηγητικός
ἐξηγορέω
ἐξηγορία
ἐξηέρωσις
ἐξηθέω
ἐξήια
Ἐξηκεστιδαλκίδαι
Ἐξήκεστος
ἑξηκονθημερισία
ἑξηκονθήμερος
ἑξήκοντα
ἑξηκοντάβιβλος
ἑξηκονταδύο
ἑξηκονταέτης
ἑξηκονταετία
ἑξηκόντακις
ἑξηκοντάκλινος
ἑξηκοντάλιθος
View word page
Ἐξήκεστος
Ἐξήκεστος·
ἡταιρηκώς, ὅθεν καὶ τοὺς πρωκτοὺς ὁμωνύμως ἐξηκέστους ἔλεγον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Ἐξήκεστος
Headword (normalized):
ἐξήκεστος
Headword (normalized/stripped):
εξηκεστος
IDX:
37280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37281
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἐξήκεστος·</span> <span class="foreign greek">ἡταιρηκώς, ὅθεν καὶ τοὺς πρωκτοὺς ὁμωνύμως ἐξηκέστους ἔλεγον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}