Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐξήγημα
ἐξηγηματικός
ἐξήγησις
ἐξηγητεία
ἐξηγητέον
ἐξηγητεύω
ἐξηγητής
ἐξηγητικός
ἐξηγορέω
ἐξηγορία
ἐξηέρωσις
ἐξηθέω
ἐξήια
Ἐξηκεστιδαλκίδαι
Ἐξήκεστος
ἑξηκονθημερισία
ἑξηκονθήμερος
ἑξήκοντα
ἑξηκοντάβιβλος
ἑξηκονταδύο
ἑξηκονταέτης
View word page
ἐξηέρωσις
ἐξηέρωσις,
A). v. ἐξαέρωσις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξηέρωσις
Headword (normalized):
ἐξηέρωσις
Headword (normalized/stripped):
εξηερωσις
IDX:
37276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37277
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξηέρωσις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐξαέρωσις.</span> </div> </div><br><br>'}