Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκτέα
ἀκτέανος
ἀκτέϊνος
ἀκτένιστος
ἄκτενος
ἀκτέον
ἀκτέος
ἀκτερέϊστος
ἀκτερής
ἀκτέριστος
ἀκτεροί
ἀκτή1
ἀκτή2
ἀκτῆ3
ἀκτημοσύνη
ἀκτήμων
ἀκτήν
ἀκτηρίς
ἄκτητος
ἀκτινείδωλον
ἀκτίνη
View word page
ἀκτεροί
ἀκτεροί· ἄταφοι, αἱ κράνιοι ῥάβδοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκτεροί
Headword (normalized):
ἀκτεροί
Headword (normalized/stripped):
ακτεροι
IDX:
3726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3727
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκτεροί·</span> <span class="foreign greek">ἄταφοι, αἱ κράνιοι ῥάβδοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}