Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐξεφάλλομαι
ἐξέφανεν
ἐξέφηβος
ἐξεφίημι
ἐξεχαρυβδαάνθη
ἐξεχέβρογχος
ἐξεχέγλουτος
ἐξεχέμεναι
ἐξεχής
ἐξέχω
ἐξεψάμενος
ἐξέψω
ἕξζευξις
ἔξηβος
ἐξηγέομαι
ἐξήγημα
ἐξηγηματικός
ἐξήγησις
ἐξηγητεία
ἐξηγητέον
ἐξηγητεύω
View word page
ἐξεψάμενος
ἐξεψάμενος·
κατασχών, περιπλακείς,
Hsch.
(leg.
ἐξαψ-
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξεψάμενος
Headword (normalized):
ἐξεψάμενος
Headword (normalized/stripped):
εξεψαμενος
IDX:
37261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37262
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξεψάμενος·</span> <span class="foreign greek">κατασχών, περιπλακείς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">ἐξαψ-</span>).</div><br><br>'}