Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκταίνω
ἀκταῖος
ἀκτέα
ἀκτέανος
ἀκτέϊνος
ἀκτένιστος
ἄκτενος
ἀκτέον
ἀκτέος
ἀκτερέϊστος
ἀκτερής
ἀκτέριστος
ἀκτεροί
ἀκτή1
ἀκτή2
ἀκτῆ3
ἀκτημοσύνη
ἀκτήμων
ἀκτήν
ἀκτηρίς
ἄκτητος
View word page
ἀκτερής
ἀκτερ-ής
,
ές
, = foreg., prob. in
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀκτερής
Headword (normalized):
ἀκτερής
Headword (normalized/stripped):
ακτερης
IDX:
3724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3725
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκτερ-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, = foreg., prob. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}