Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐξέτασις
ἐξετασμός
ἐξεταστέον
ἐξεταστήριον
ἐξεταστής
ἐξεταστικός
ἐξέτειον
ἐξέτεροι
ἑξέτης
ἐξέτι
ἐξευασμένου
ἐξευγενίζω
ἐξευδιάζω
ἐξευθετίζω
ἐξευθύνω
ἐξευκρινέω
ἐξευλαβέομαι
ἐξευλυτέω
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξευμένισις
View word page
ἐξευασμένου
ἐξευασμένου· τεθνεῶτος, γενομένου, Hsch. (v. ἐξαυαίνω).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξευασμένου
Headword (normalized):
ἐξευασμένου
Headword (normalized/stripped):
εξευασμενου
IDX:
37222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37223
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξευασμένου·</span> <span class="foreign greek">τεθνεῶτος, γενομένου,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (v. <span class="foreign greek">ἐξαυαίνω</span>).</div><br><br>'}