Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκρωτηριώδης
ἀκτάζω
ἀκταία
ἀκταινόω
ἀκταίνω
ἀκταῖος
ἀκτέα
ἀκτέανος
ἀκτέϊνος
ἀκτένιστος
ἄκτενος
ἀκτέον
ἀκτέος
ἀκτερέϊστος
ἀκτερής
ἀκτέριστος
ἀκτεροί
ἀκτή1
ἀκτή2
ἀκτῆ3
ἀκτημοσύνη
View word page
ἄκτενος
ἄκτενος· ὀριός, ἀξίνης κροῦσμα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄκτενος
Headword (normalized):
ἄκτενος
Headword (normalized/stripped):
ακτενος
IDX:
3720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3721
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄκτενος·</span> <span class="foreign greek">ὀριός, ἀξίνης κροῦσμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}