ἐξέρομαι
ἐξέρομαι, Ion. ἐξερ-είρομαι, fut. -ερήσομαι: aor. 2 -ηρόμην, inf. -ερέσθαι:
1). c. acc. rei, inquire into a thing, Διὸς ἐξείρετο βουλήν ; so also 13.127 ἀναξίου μὲν φωτὸς ἐξερήσομαι .. τί νῦν κυρεῖ will inquire concerning him, what he is now about, Ph. 439 .
2). c. acc. pers., inquire of, Ζῆν’ ὕπατον .. ἐξείρετο ; 5.756 ἦ τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ’ ὅπου; Aj. 103 ; ἐ. καὶ προσέειπε .— Ion. pres. 24.361 ἐξείρομαι : in 3.19 more freq. ἐξερέω, ἐξερεείνω, ἐξερέομαι.