Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερεθιστής
ἐξερέθω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξέρεισμα
ἐξερειστικός
ἐξέρεκτα
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερεύνησις
ἐξερευνητικός
ἐξέρευξις
ἐξερεύω
ἐξερέω1
ἐξερέω2
ἐξέρημα
ἐξερημόω
View word page
ἐξέρεκτα
ἐξέρεκτα· ἐκπέση, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξέρεκτα
Headword (normalized):
ἐξέρεκτα
Headword (normalized/stripped):
εξερεκτα
IDX:
37169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37170
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξέρεκτα·</span> <span class="foreign greek">ἐκπέση,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}