Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασία
ἐξεργασμός
ἐξεργαστέον
ἐξεργαστικός
ἐξεργάτης
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερεθιστής
ἐξερέθω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξέρεισμα
ἐξερειστικός
ἐξέρεκτα
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερεύνησις
ἐξερευνητικός
View word page
ἐξερέθω
ἐξερέθ-ω
, strengthd. for
ἐρέθω,
AP
5.243
(Paul. Sil.).
ShortDef
to irritate greatly
Debugging
Headword:
ἐξερέθω
Headword (normalized):
ἐξερέθω
Headword (normalized/stripped):
εξερεθω
IDX:
37163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37164
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξερέθ-ω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἐρέθω,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.243 </span> (Paul. Sil.).</div><br><br>'}