Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑξεπικαιδέκατος
ἐξεπιπολῆς
ἐξεπίσταμαι
ἐξεπισφραγίζομαι
ἐξεπιτάξ
ἐξεπίτηδες
ἐξεπομβρέω
ἐξέπτη
ἐξέραμα
ἐξέρασις
ἐξεραυνάω
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασία
ἐξεργασμός
ἐξεργαστέον
ἐξεργαστικός
ἐξεργάτης
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
View word page
ἐξεραυνάω
ἐξεραυνάω,
A). v. ἐξερευνάω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξεραυνάω
Headword (normalized):
ἐξεραυνάω
Headword (normalized/stripped):
εξεραυναω
IDX:
37151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37152
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξεραυνάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐξερευνάω.</span> </div> </div><br><br>'}