Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐξεπαίρω
ἐξεπείγω
ἐξέπερεν
ἐξεπερώτησις
ἐξεπεύχομαι
ἐξέπηλεν
ἑξεπικαιδέκατος
ἐξεπιπολῆς
ἐξεπίσταμαι
ἐξεπισφραγίζομαι
ἐξεπιτάξ
ἐξεπίτηδες
ἐξεπομβρέω
ἐξέπτη
ἐξέραμα
ἐξέρασις
ἐξεραυνάω
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασία
ἐξεργασμός
View word page
ἐξεπιτάξ
ἐξεπιτάξ·
ἐξεπίτηδες,
Hsch.
(
ἐξεπίταξεν
cod.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξεπιτάξ
Headword (normalized):
ἐξεπιτάξ
Headword (normalized/stripped):
εξεπιταξ
IDX:
37145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37146
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξεπιτάξ·</span> <span class="foreign greek">ἐξεπίτηδες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">ἐξεπίταξεν</span> cod.).</div><br><br>'}