Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐξείλλω
ἐξειλύω
ἔξειμι1
ἔξειμι2
ἔξειον
ἐξεῖπον
ἔξειρα
ἐξειργασμένως
ἐξείργω
ἔξειρξις
ἐξείρομαι
ἐξειρύω
ἐξείρω
ἐξειρωνεύομαι
ἔξεισθα
ἐξεκελέμησεν
ἐξεκκλησιάζω
ἐξεκοδόαξεν
ἐξελάαν
ἐξελαιόω
ἐξελασία
View word page
ἐξείρομαι
ἐξείρομαι, Ion. for ἐξέρομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξείρομαι
Headword (normalized):
ἐξείρομαι
Headword (normalized/stripped):
εξειρομαι
IDX:
37080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37081
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξείρομαι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἐξέρομαι.</span> </div><br><br>'}