Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐξεθίζομαι
ἐξεθισμός
ἐξεῖ
ἑξείδιον
ἐξειη
ἐξεῖδον
ἑξείης
ἐξεικάδιοι
ἐξεικάζω
ἐξείκασμα
ἑξεικάττιοι
ἐξεικονίζω
ἐξειλεγμένως
ἐξειλέω
ἐξείλησις
ἐξείλλω
ἐξειλύω
ἔξειμι1
ἔξειμι2
ἔξειον
ἐξεῖπον
View word page
ἑξεικάττιοι
ἑξεικάττιοι
, Thess.,
A).
=
ἑξακόσιοι
,
Supp.Epigr.
2.264.4
(ii B.C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑξεικάττιοι
Headword (normalized):
ἑξεικάττιοι
Headword (normalized/stripped):
εξεικαττιοι
IDX:
37065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37066
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑξεικάττιοι</span>, Thess., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑξακόσιοι</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.Epigr.</span> 2.264.4 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}