Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἔξεδρος
ἐξεζητημένως
ἐξεθίαζε
ἐξεθίζομαι
ἐξεθισμός
ἐξεῖ
ἑξείδιον
ἐξειη
ἐξεῖδον
ἑξείης
ἐξεικάδιοι
ἐξεικάζω
ἐξείκασμα
ἑξεικάττιοι
ἐξεικονίζω
ἐξειλεγμένως
ἐξειλέω
ἐξείλησις
ἐξείλλω
ἐξειλύω
ἔξειμι1
View word page
ἐξεικάδιοι
ἐξεικάδιοι· οἱ ἐκτὸς<τῆς> αὐτῆς εἰκάδος, καὶ τάγματος τοῦ αὐτοῦ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξεικάδιοι
Headword (normalized):
ἐξεικάδιοι
Headword (normalized/stripped):
εξεικαδιοι
IDX:
37062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37063
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξεικάδιοι·</span> <span class="foreign greek">οἱ ἐκτὸς&lt;τῆς&gt; αὐτῆς εἰκάδος, καὶ τάγματος τοῦ αὐτοῦ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}