Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐξεδροποιός
ἔξεδρος
ἐξεζητημένως
ἐξεθίαζε
ἐξεθίζομαι
ἐξεθισμός
ἐξεῖ
ἑξείδιον
ἐξειη
ἐξεῖδον
ἑξείης
ἐξεικάδιοι
ἐξεικάζω
ἐξείκασμα
ἑξεικάττιοι
ἐξεικονίζω
ἐξειλεγμένως
ἐξειλέω
ἐξείλησις
ἐξείλλω
ἐξειλύω
View word page
ἑξείης
ἑξείης, Adv., poet. for ἑξῆς (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑξείης
Headword (normalized):
ἑξείης
Headword (normalized/stripped):
εξειης
IDX:
37061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37062
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑξείης</span>, Adv., poet. for <span class="foreign greek">ἑξῆς</span> (q.v.).</div><br><br>'}