Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐξεγκατίζω
ἐξεγκεφαλίζω
ἐξεδαφισθέν
ἐξέδοντα
ἐξεδούαζεν
ἐξέδρα
ἐξέδριον
ἐξεδροποιός
ἔξεδρος
ἐξεζητημένως
ἐξεθίαζε
ἐξεθίζομαι
ἐξεθισμός
ἐξεῖ
ἑξείδιον
ἐξειη
ἐξεῖδον
ἑξείης
ἐξεικάδιοι
ἐξεικάζω
ἐξείκασμα
View word page
ἐξεθίαζε
ἐξεθίαζε·
χορείας ἐπετέλει,
and
ἐξεθιασθέν·
λαμπρυνθέν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξεθίαζε
Headword (normalized):
ἐξεθίαζε
Headword (normalized/stripped):
εξεθιαζε
IDX:
37054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37055
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξεθίαζε·</span> <span class="foreign greek">χορείας ἐπετέλει,</span> and <span class="orth greek">ἐξεθιασθέν·</span> <span class="foreign greek">λαμπρυνθέν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}