Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκρωλένιον
ἀκρωμία
ἀκρωμίς
ἄκρων
ἀκρωνία
ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωρεῖται
ἀκρωρία
ἀκρώσσει
ἀκρωτερῆσαι
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτηρίασις
ἀκρωτηρίασμα
ἀκρωτηριασμός
ἀκρωτήριον
ἀκρωτηριώδης
ἀκτάζω
ἀκταία
ἀκταινόω
View word page
ἀκρώσσει
ἀκρώσσει·
ἀκροᾶται, ἑκὼν οὐχ ὑπακούει, προσποιεῖται
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀκρώσσει
Headword (normalized):
ἀκρώσσει
Headword (normalized/stripped):
ακρωσσει
IDX:
3703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3704
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκρώσσει·</span> <span class="foreign greek">ἀκροᾶται, ἑκὼν οὐχ ὑπακούει, προσποιεῖται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}