Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐξαύω3
ἐξαφάζων
ἐξαφαιρέω
ἐξαφανίζω
ἑξαφάρμακον
ἐξαφεδρόομαι
ἐξαφή
ἐξαφίημι
ἐξάφινα
ἐξαφίστημι
ἐξαφολέκτης
ἑξάφορον
ἐξαφρίζω
ἐξαφρόομαι
ἐξαφύω
ἑξάχαλκος
ἑξάχειρ
ἑξαχῇ
ἑξαχοίνικος
ἑξάχοος
ἑξάχρονος
View word page
ἐξαφολέκτης
ἐξαφολέκτης, sine expl., Hsch. ἐξαφορήσωσιν· εὐπορίσωσιν, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξαφολέκτης
Headword (normalized):
ἐξαφολέκτης
Headword (normalized/stripped):
εξαφολεκτης
IDX:
37020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-37021
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξαφολέκτης</span>, sine expl., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἐξαφορήσωσιν·</span> <span class="foreign greek">εὐπορίσωσιν,</span> Id.</div><br><br>'}