Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκροχέριον
ἀκροχερσίτης
ἀκροχηνίσκοι
ἀκροχλίαρος
ἀκροχολέω
ἀκρόχωλος
ἀκρόψιλος
ἀκρόψωλος
ἀκρυπτος
ἀκρύσταλλος
ἀκρῶα
ἀκρωβέλια
ἀκρωλένιον
ἀκρωμία
ἀκρωμίς
ἄκρων
ἀκρωνία
ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωρεῖται
View word page
ἀκρῶα
ἀκρῶα· σπλάγχνα, ἔντερα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκρῶα
Headword (normalized):
ἀκρῶα
Headword (normalized/stripped):
ακρωα
IDX:
3691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3692
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκρῶα·</span> <span class="foreign greek">σπλάγχνα, ἔντερα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}