Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐξαραιρημένος
ἐξαράομαι
ἐξαράσσω
ἐξαργέω
ἐξάργματα
ἐξαργυρίζω
ἐξαργυρισμός
ἐξαργυρόω
ἐξάρδω
ἐξᾶρεν
ἐξαρεσκεύομαι
ἐξαρέσκομαι
ἐξαρῆξαι
ἐξαρθρέω
ἐξάρθρημα
ἐξάρθρησις
ἔξαρθρος
ἐξαρθρόω
ἐξάρθρωμα
ἐξάρθρωσις
ἐξαριθμέω
View word page
ἐξαρεσκεύομαι
ἐξᾰρεσκ-εύομαι
, v.l. for sq. (q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξαρεσκεύομαι
Headword (normalized):
ἐξαρεσκεύομαι
Headword (normalized/stripped):
εξαρεσκευομαι
IDX:
36907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36908
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξᾰρεσκ-εύομαι</span>, v.l. for sq. (q.v.).</div><br><br>'}