Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκροχείριον
ἀκροχειρίς
ἀκροχείρισις
ἀκροχειρισμός
ἀκρόχειρον
ἀκροχέριον
ἀκροχερσίτης
ἀκροχηνίσκοι
ἀκροχλίαρος
ἀκροχολέω
ἀκρόχωλος
ἀκρόψιλος
ἀκρόψωλος
ἀκρυπτος
ἀκρύσταλλος
ἀκρῶα
ἀκρωβέλια
ἀκρωλένιον
ἀκρωμία
ἀκρωμίς
ἄκρων
View word page
ἀκρόχωλος
ἀκρό-χωλος·
ὁ πρὸς ὀλίγον χωλεύων
,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀκρόχωλος
Headword (normalized):
ἀκρόχωλος
Headword (normalized/stripped):
ακροχωλος
IDX:
3686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3687
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκρό-χωλος·</span> <span class="foreign greek">ὁ πρὸς ὀλίγον χωλεύων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}