Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐξάπινᾰ
ἐξαπίναιος
ἐξαπίνης
ἐξάπινον
ἑξαπλασιάζω
ἑξαπλασιεπίτριτος
ἑξαπλάσιος
ἑξαπλασίων
ἑξάπλεθρος
ἑξάπλευρος
ἑξαπλήσιος
ἑξαπλόος
ἑξαπλόω
ἐξαπλόω
ἐξάπλωσις
ἐξαπλωτέον
ἐξαποβαίνω
ἑξαποδία
ἐξαποδύνω
Ἑξάπολις
ἐξαπόλλυμι
View word page
ἑξαπλήσιος
ἑξα-πλήσιος,
A). v. ἑξαπλάσιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑξαπλήσιος
Headword (normalized):
ἑξαπλήσιος
Headword (normalized/stripped):
εξαπλησιος
IDX:
36856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36857
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑξα-πλήσιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἑξαπλάσιος.</span> </div> </div><br><br>'}