Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκροφύλαξ
ἀκρόφυλλον
ἀκρόφυλλος
ἀκροφύσιον
ἀκροχάλιξ
ἀκροχανής
ἀκρόχειρας
ἀκροχειρία
ἀκροχειρίζω
ἀκροχείριον
ἀκροχειρίς
ἀκροχείρισις
ἀκροχειρισμός
ἀκρόχειρον
ἀκροχέριον
ἀκροχερσίτης
ἀκροχηνίσκοι
ἀκροχλίαρος
ἀκροχολέω
ἀκρόχωλος
ἀκρόψιλος
View word page
ἀκροχειρίς
ἀκροχειρ-ίς· τὸ ἄκρον τῆς χειρός, Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκροχειρίς
Headword (normalized):
ἀκροχειρίς
Headword (normalized/stripped):
ακροχειρις
IDX:
3677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3678
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκροχειρ-ίς·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἄκρον τῆς χειρός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}