ἐξαναφέρω
ἐξανα-φέρω,
2). ἐ. λόγχης τύπον exhibit the form of a spear, . 2.563a
II). intr., weather the storm, Pyrrh. 15 : metaph., ἐν νοσήματι κατειλημμένος ἐ. . 2 147c ; πρὸς τὴν ἀδηλότητα Oth. 9 : abs., ἐ. καὶ διωθεῖσθαι τὸ πάθος , cf. 2.446b 541a , 550c .
2). rise in the scale, ἐπὶ ζυγοῦ πρὸς τὰ βελτίονα ib. 469b .