Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐξαμβλώσκω
ἐξαμβρακοῦται
ἐξαμβρόσαι
ἐξαμείβω
ἐξάμειψις
ἐξαμέλγω
ἐξαμελέω
ἑξαμέρεια
ἑξαμερής
ἑξάμετρος
ἐξαμεύω
ἑξαμηνιαῖος
ἑξαμηνόβιος
ἑξαμηνος
ἐξαμηχανέω
ἐξαμιλλάομαι
ἑξάμιτος
ἕξαμμα
ἐξαμματίζω
ἑξαμν<α>ιαῖος
ἑξαμναῖος
View word page
ἐξαμεύω
ἐξαμεύω
, in pf. Pass.
ἐξήμευσαι· ἀπο<κε>κίνησαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξαμεύω
Headword (normalized):
ἐξαμεύω
Headword (normalized/stripped):
εξαμευω
IDX:
36699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36700
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξαμεύω</span>, in pf. Pass. <span class="foreign greek">ἐξήμευσαι· ἀπο<κε>κίνησαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}