ἐξαλλοτριόω
ἐξαλλοτρι-όω,
II). divert, alienate, πόρον εἰς ἑτέρας χρείας BSA 17.229 (Pamphyl.), cf. PGiss. 2.24 (ii B. C.).
2). alienate, estrange, τὸν πολιτικὸν ὄχλον ; 11.39 τοὺς πολλοὺς πρὸς τοὺς ἀρίστους M. 2.42 :— Pass., to be estranged, 1 Ma. 12.10 .