ἔξαλλος
ἔξαλλος, ον,
A). special, distinguishing, ἐσθῆτες , cf. 6.7.7 2 Ki. 6.14 ; στέφανος OGI 737.19 (ii B.C.); στολαί ; 1.468 τὰ ἔ. τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου . Adv. 2.330a -ως strangely, of superstitious veneration, . 32.15.7