Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐξαλείπτης
ἐξαλειπτικός
ἐξάλειπτρον
ἐξαλείφω
ἐξάλειψις
ἐξαλέομαι
ἐξαλεύομαι
ἐξαληθίζομαι
ἐξαλίζω
ἐξαλίνδω
ἐξαλίπτης
ἐξαλίστρα
ἐξαλλαγή
ἐξάλλαγμα
ἐξαλλακτέον
ἐξαλλάκτης
ἐξάλλαξις
ἐξαλλάσσω
ἐξαλλοιόω
ἐξαλλοίωσις
ἐξάλλομαι
View word page
ἐξαλίπτης
ἐξᾰλίπτης
,
A).
f.l. for
ἐξαλείπτης
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξαλίπτης
Headword (normalized):
ἐξαλίπτης
Headword (normalized/stripped):
εξαλιπτης
IDX:
36649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36650
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐξᾰλίπτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ἐξαλείπτης</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}