Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἔξαιτος
ἐξαιτραπεύω
ἐξαιτράπης
ἐξαίφνης
ἐξαιφνίδιος
ἐξαιχμαλωτεύω
ἐξαΐω
ἐξαιωρέομαι
ἐξακανθίζω
ἐξακανθόομαι
vεξακάτιοι
ἐξακέομαι
ἐξάκεσις
ἐξακεστήριος
ἑξάκις
ἑξακισμύριοι
ἑξακισμυριοτετρακισχιλιοστός
ἑξακισχίλιοι
ἑξάκλινος
ἐξακμάζω
ἐξάκνμος
View word page
vεξακάτιοι
vεξακάτιοι,
A). v. ἑξακόσιοι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
vεξακάτιοι
Headword (normalized):
vεξακάτιοι
Headword (normalized/stripped):
vεξακατιοι
IDX:
36593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36594
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">vεξακάτιοι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἑξακόσιοι.</span> </div> </div><br><br>'}