Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκροτενής
ἀκρότης
ἀκρότητος
ἀκροτομέω
ἀκροτομία
ἀκρότομος
ἀκρότονος
ἄκροτον
ἄκρουλος
ἀκροῦν
ἄκρουρα
ἀκρουρανία
ἀκρουροβόρη
ἄκρουρον
ἄκρουστος
ἀκρουχέω
ἀκροφαής
ἀκροφαληριάω
ἀκροφανής
ἀκροφυής
ἀκροφύλαξ
View word page
ἄκρουρα
ἄκρουρα· οὐραί, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄκρουρα
Headword (normalized):
ἄκρουρα
Headword (normalized/stripped):
ακρουρα
IDX:
3657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3658
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄκρουρα·</span> <span class="foreign greek">οὐραί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}