ἐνυφαίνω
ἐνῠφ-αίνω,
A). weave in as a pattern, [πιλήματι] χρυσοῦ ποικιλίαν ; 14J. τῆς σκιᾶς τὴν πορφύραν ; 561 ἐν τοῖς ἑπομένοις ἐνυφήνας τὰ Τρωικὰ πάθη Or. 8.240c :— Pass., to be inwoven, ζῷα ἐνυφας μένα θώρηκι , cf. 3.47 1.203 ; γράμματα IG 2.754.9 , cf. Mir. 838a22 ; αὐλαία ἔχουσα Πέρσας-ασμένους Char. 5.9 ;[ χιτῶνα] ἀρετῶν ποικίλμασιν ἐνυφασμένον : metaph., 1.654 ἅπαν καλὸν ὄνομα ἐνύφανται τῇ ποιήσει [τῆς Σαπφοῦς] Eloc. 166 .
II). weave in a place, Leg.Gort. 2.51 .