Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἔνυγρος
ἐνυδρέονται
ἐνυδρίας
ἐνύδριος
ἔνυδρις
ἐνυδρόβιος
ἔνυδρος
ἐνυδρώθη
ἐνύει
Ἐνύειον
ἐνυλισμένον
ἔνυλος
ἐνυμενόσπερμος
ἔνυον
ἐνυπάλλαγμα
ἐνυπάρχω
ἐνυπνιάζω
ἐνυπνιαστής
ἐνυπνιάστρια
ἐνυπνίδιος
ἐνυπνιοκρίτης
View word page
ἐνυλισμένον
ἐνῡλισμένον·
κεκαθαρμένον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐνυλισμένον
Headword (normalized):
ἐνυλισμένον
Headword (normalized/stripped):
ενυλισμενον
IDX:
36392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36393
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐνῡλισμένον·</span> <span class="foreign greek">κεκαθαρμένον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}