Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐντρύχομαι
ἐντρώγω
ἔντυβον
ἐντυγχάνω
ἐντύλη
ἐντυλίσσω
ἐντυλόομαι
ἐντυμβεύω
ἐντύνω
ἔντυος
ἐντυπάδεια
ἐντυπάζω
ἐντυπάς
ἐντυπές
ἐντυπή
ἔντυπος
ἐντυπόω
ἐντυπωδῶς
ἐντύπωμα
ἐντύπωσις
ἐντυραννέομαι
View word page
ἐντυπάδεια
ἐντῠπ-άδεια (-δία cod.): ὅταν τῷ ἱματίῳ τὴν χεῖρα πρὸς πρόσωπα κατειλημμένος στήσῃ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐντυπάδεια
Headword (normalized):
ἐντυπάδεια
Headword (normalized/stripped):
εντυπαδεια
IDX:
36350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36351
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐντῠπ-άδεια</span> (<span class="foreign greek">-δία</span> cod.): <span class="foreign greek">ὅταν τῷ ἱματίῳ τὴν χεῖρα πρὸς πρόσωπα κατειλημμένος στήσῃ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}