Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἔντριτον
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἐντριχώσεις
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπάδην
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπηματικός
ἐντροπία
ἐντροπίας
ἐντροπίδες
ἐντροπικός
ἔντροπον
ἐντροπόω
View word page
ἐντροπάδην
ἐντροπάδην· ἐναλλὰξ μεταβολῇ χειρῶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐντροπάδην
Headword (normalized):
ἐντροπάδην
Headword (normalized/stripped):
εντροπαδην
IDX:
36319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36320
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐντροπάδην·</span> <span class="foreign greek">ἐναλλὰξ μεταβολῇ χειρῶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}