Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐντρέχω
ἐντριβάσαι
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἔντριτον
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἐντριχώσεις
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπάδην
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπηματικός
ἐντροπία
ἐντροπίας
ἐντροπίδες
View word page
ἐντριχώσεις
ἐντρῐχ-ώσεις·
αἱ βλεφαρίδες τῶν ὀφθαλμῶν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐντριχώσεις
Headword (normalized):
ἐντριχώσεις
Headword (normalized/stripped):
εντριχωσεις
IDX:
36316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36317
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐντρῐχ-ώσεις·</span> <span class="foreign greek">αἱ βλεφαρίδες τῶν ὀφθαλμῶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}