Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐντρεπτικός
ἐντρέπω
ἐντρέφω
ἐντρέχεια
ἐντρεχής
ἐντρέχω
ἐντριβάσαι
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἔντριτον
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἐντριχώσεις
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπάδην
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
View word page
ἔντριτον
ἔντριτον· τὸ διονίου ἔμβρωμα, ὃ Γαλάται ἔμβρεκτόν φασιν, Hsch. (Fort. ἔντριπτον.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔντριτον
Headword (normalized):
ἔντριτον
Headword (normalized/stripped):
εντριτον
IDX:
36311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36312
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔντριτον·</span> <span class="foreign greek">τὸ διονίου ἔμβρωμα, ὃ Γαλάται ἔμβρεκτόν φασιν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Fort. <span class="foreign greek">ἔντριπτον.</span>)</div><br><br>'}