Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐντεροκηλήτης
ἐντερόμφαλον
ἔντερον
ἐντερόνεια
ἐντεροπράτης
ἐντεροπώλης
ἐντεροφύλαξ
ἔντεσα
ἐντεσιεργός
ἐντεσιμήστωρ
ἐντέταμαι
ἐντεταμένως
ἐντετριμμένως
ἐντετυπωμένως
ἔντευγμα
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἐντευξίδιον
ἔντευξις
ἐντευτενί
ἐντευτλανόομαι
View word page
ἐντέταμαι
ἐντέταμαι
,
ἐντεταμένος
, pf. Pass. from
ἐντείνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐντέταμαι
Headword (normalized):
ἐντέταμαι
Headword (normalized/stripped):
εντεταμαι
IDX:
36222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36223
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐντέταμαι</span>, <span class="orth greek">ἐντεταμένος</span>, pf. Pass. from <span class="foreign greek">ἐντείνω.</span> </div><br><br>'}