Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐντεριώνη
ἐντεροειδής
ἐντεροκήλη
ἐντεροκηλήτης
ἐντερόμφαλον
ἔντερον
ἐντερόνεια
ἐντεροπράτης
ἐντεροπώλης
ἐντεροφύλαξ
ἔντεσα
ἐντεσιεργός
ἐντεσιμήστωρ
ἐντέταμαι
ἐντεταμένως
ἐντετριμμένως
ἐντετυπωμένως
ἔντευγμα
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἐντευξίδιον
View word page
ἔντεσα
ἔντεσα·
ἔσωθεν,
Hsch.
(cf.
ἔξεσα
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔντεσα
Headword (normalized):
ἔντεσα
Headword (normalized/stripped):
εντεσα
IDX:
36219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36220
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔντεσα·</span> <span class="foreign greek">ἔσωθεν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">ἔξεσα</span>).</div><br><br>'}