Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐνστρηνές
ἐνστροβιλίσας
ἐνστροφή
ἔνστροφος
ἐνστρωφάομαι
ἐνστύφω
ἐνσυγκαταζέω
ἐνσύζυγος
ἐνσύνθηκος
ἐνσφαιρόω
ἐνσφηκόομαι
ἐνσφηνόομαι
ἐνσφίγγω
ἐνσφονδύλια
ἐνσφραγίζω
ἐνσφράγισις
ἐνσχέδιος
ἐνσχερώ
ἐνσχηματίζω
ἐνσχίζω
ἐνσχισμός
View word page
ἐνσφηκόομαι
ἐνσφηκόομαι, v. sq.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐνσφηκόομαι
Headword (normalized):
ἐνσφηκόομαι
Headword (normalized/stripped):
ενσφηκοομαι
IDX:
36121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36122
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐνσφηκόομαι</span>, v. sq.</div><br><br>'}