Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
ἐνστρηνές
ἐνστροβιλίσας
ἐνστροφή
ἔνστροφος
ἐνστρωφάομαι
ἐνστύφω
ἐνσυγκαταζέω
ἐνσύζυγος
ἐνσύνθηκος
ἐνσφαιρόω
ἐνσφηκόομαι
View word page
ἐνστρηνές
ἐνστρηνές·
ἰσχυρόν, ἢ σαφές,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐνστρηνές
Headword (normalized):
ἐνστρηνές
Headword (normalized/stripped):
ενστρηνες
IDX:
36111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36112
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐνστρηνές·</span> <span class="foreign greek">ἰσχυρόν, ἢ σαφές,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}