Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐνστασία
ἔνστασις
ἐνστατέον
ἐνστάτης
ἐνστατικός
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστερνισάμενος
ἐνστερνομαντίαις
ἐνστηλιτόω
ἐνστηλόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
View word page
ἐνστηλόω
ἐνστηλόω,
A). v. ἐνσταλόω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐνστηλόω
Headword (normalized):
ἐνστηλόω
Headword (normalized/stripped):
ενστηλοω
IDX:
36100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36101
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐνστηλόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐνσταλόω.</span> </div> </div><br><br>'}