Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἔνστακτον
ἐνσταλάζω
ἐνσταλόω
ἐνστασία
ἔνστασις
ἐνστατέον
ἐνστάτης
ἐνστατικός
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστερνισάμενος
ἐνστερνομαντίαις
ἐνστηλιτόω
ἐνστηλόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
View word page
ἐνστερνισάμενος
ἐνστερνισάμενος·
περιπτυξάμενος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐνστερνισάμενος
Headword (normalized):
ἐνστερνισάμενος
Headword (normalized/stripped):
ενστερνισαμενος
IDX:
36097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-36098
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐνστερνισάμενος·</span> <span class="foreign greek">περιπτυξάμενος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}