Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐνόρχης
ἔνορχις
ἔνορχος
ἔνος
ἔνος
ἕνος
ἐνοσίζεται
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἑνότης
ἔνοτος
ἔνουλα
ἐνουλίζομαι
ἔνουλον
ἔνουλος
ἐνουράνιος
ἐνουρέω
ἐνουρήθρα
ἐνουρητής
ἐνουσιακῶς
ἐνουσιόομαι
View word page
ἔνοτος
ἔνοτος, Aeol.,
A). = ἔνατος (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔνοτος
Headword (normalized):
ἔνοτος
Headword (normalized/stripped):
ενοτος
IDX:
35986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-35987
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔνοτος</span>, Aeol., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἔνατος</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}