Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνορύσσω
ἐνορχέομαι
ἐνόρχης
ἔνορχις
ἔνορχος
ἔνος
ἔνος
ἕνος
ἐνοσίζεται
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἑνότης
ἔνοτος
ἔνουλα
ἐνουλίζομαι
ἔνουλον
ἔνουλος
ἐνουράνιος
ἐνουρέω
View word page
ἐνοσίζεται
ἐνοσίζεται· τρέμει, σείεται, Cyr.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐνοσίζεται
Headword (normalized):
ἐνοσίζεται
Headword (normalized/stripped):
ενοσιζεται
IDX:
35982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-35983
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐνοσίζεται·</span> <span class="foreign greek">τρέμει, σείεται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyr.</span> </span> </div><br><br>'}