ἐνορούω,
A). leap in or
upon, usu. of an assault, c. dat.,
Τρωσὶ .. ἐνόρουσεν Il. 16.783 ;
ὡς δὲ λέων .. αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι .. ἐνορούσῃ 10.486 : abs.,
ἐν δ’ Ἀγαμέμνων πρῶτος ὄρουσε 11.217 ;
ὕδωρ ἀνέδην ἐνοροῦον prob. in
Hp. Cord. 2 ; of fish,
νήεσσιν ἐ. Opp. H. 2.516 .